- σιτηρέσια
- σῑτηρέσια , σιτηρέσιονprovision-moneyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιτηρεσία — ἡ, Α το σιτηρέσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σιτηρέσιον, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
σιτηρεσιάσαι — σιτηρεσιά̱σᾱͅ , σιτηρεσιάζω pay fut part act fem dat sg (doric) σιτηρεσιάζω pay aor inf act σιτηρεσιάσαῑ , σιτηρεσιάζω pay aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιείος — μηνιεῑος, α, ον (Α) 1. ο μηνιαίος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῑα μηνιαία σιτηρέσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. ταλαντ ιείος)] … Dictionary of Greek
φιλιτιανός — ὁ, Α (στη Σπάρτη) αυτός που μετέχει στα κοινά σιτηρέσια, στα φιλίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλίτια. «συσσίτια» + κατάλ. ιανός (πρβλ. παρθεν ιανός)] … Dictionary of Greek